αγιόψυχος

αγιόψυχος
-η, -ο
αυτός που έχει αγαθή ψυχή: Είναι άνθρωπος αγιόψυχος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αγιόψυχος — η, ο 1. αυτός που έχει ψυχή αγίου, ο ενάρετος 2. (ειρωνικά) υποκριτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγιος + ψυχή] …   Dictionary of Greek

  • ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”